- σιγαλόεις
- σῑγαλόεις , σιγαλόειςglossymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιγαλόεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) 1. (ιδίως για γυναικεία ενδύματα διακοσμημένα, κεντημένα, με πολλά και λαμπερά χρώματα) λείος, στιλπνός, γυαλιστερός («χιτῶνα... σιγαλόεντα», Ομ. Οδ.) 2. (για τους χαλινούς τών αλόγων) αυτός που λάμπει από τα μεταλλικά… … Dictionary of Greek
νεοσίγαλος — νεοσίγαλος, ον (Α) (ποιητ. τ.) νέος και αστραφτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σιγαλόεις «λείος, στιλπνός». Ο τ. νεοσίγαλος σχηματίστηκε από το σιγαλόεις κατά το σχήμα πολυπαίπαλος: παιπαλόεις] … Dictionary of Greek
σιγαλόεν — σῑγαλόεν , σιγαλόεις glossy masc voc sg σῑγαλόεν , σιγαλόεις glossy neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγαλόεντα — σῑγαλόεντα , σιγαλόεις glossy neut nom/voc/acc pl σῑγαλόεντα , σιγαλόεις glossy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
σιγαλώ — όω, Α καθιστώ κάτι λείο, στιλπνό, στιλβώνω, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το σιγαλόεις «λείος, στιλπνός, γυαλιστερός» και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου τ. *σίγαλος (πρβλ. νεο σίγαλος)] … Dictionary of Greek
ţigắu — ( áie), s.f. – Varietate de oi cunoscută prin fineţea lînii. Origine incertă. Se pare că trebuie pornit de la o calificare a animalului, mai curînd decît a lînii sale; în aşa fel ca să ne gîndim la o deformare a lui ţiglău; dar explicaţia… … Dicționar Român
σιγαλόεντες — σῑγαλόεντες , σιγαλόεις glossy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγαλόεντι — σῑγαλόεντι , σιγαλόεις glossy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
tu̯ei-2, extended tu̯ei-s- — tu̯ei 2, extended tu̯ei s English meaning: to excite, shake, move around; to shimmer Deutsche Übersetzung: “erregen, hin and her bewegen, schũtteln, erschũttern, also seelisch” Grammatical information: (s present; to es stem… … Proto-Indo-European etymological dictionary